κατάγομος

κατάγομος
κατάγομος, -ον (Α) [καταγέμω]
ο κατάφορτος, ο παραφορτωμένος («καταγόμων ὄντων τῶν πλοίων», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάγομον — κατάγομος deep laden masc/fem acc sg κατάγομος deep laden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμου — κατάγομος deep laden masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμους — κατάγομος deep laden masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμων — κατάγομος deep laden masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμῳ — κατάγομος deep laden masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγομοι — κατάγομος deep laden masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόγεμος — και ολόγιομος, η, ο (Μ ὁλόγομος, ον) (για τη σελήνη) γεμάτη φως, πλησιφαής («ολόγιομο φεγγάρι») νεοελλ. εντελώς γεμάτος, ολογέμιστος, υπερπλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + γεμος / γιομος (< γεμίζω / γιομίζω). Ο τ. ὁλόγομος < ὁλ(ο) * + γομος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”